- τρέπεσθαι
- τρέπωStudien zum griech. Perf.pres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… … Dictionary of Greek
τρέπεσθ' — τρέπεσθε , τρέπω Studien zum griech. Perf. pres imperat mp 2nd pl τρέπεσθε , τρέπω Studien zum griech. Perf. pres ind mp 2nd pl τρέπεσθαι , τρέπω Studien zum griech. Perf. pres inf mp τρέπεσθε , τρέπω Studien zum griech. Perf. imperf ind mp 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)